- σκοπιήτης
- σκοπ-ιήτης, ου, ὁ, ([etym.] σκοπιά)A highlander, epith. of Pan, AP6.16 (Arch.), 34 (Rhian.), 109 (Antip.). (Glossed κατάσκοπος by Suid.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκοπιήτης — highlander masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπιήτης — ὁ, Α [σκοπιά / σκοπιή] 1. (κυρίως ως προσωνυμία τού Πανός) αυτός που κατοικεί στα βουνά, ορεσίβιος 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «κατάσκοπος» … Dictionary of Greek
σκοπιῆτα — σκοπιήτης highlander masc voc sg σκοπιήτης highlander masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)